στρατάρχῳ

στρατάρχῳ
στράταρχος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραταρχώ — έω, Α [στρατάρχης] 1. είμαι στρατάρχης 2. διοικώ στρατό για χάρη κάποιου 3. μτφ. ασκώ την υπέρτατη εξουσία («θεοῡ στραταρχοῡντος», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”